- χρυσομιτρης
- χρυσομίτρηςχρῡσο-μίτρης-ου, дор. χρῡσομίτρας -ᾱ adj. m с золотой митрой
(Βάκχος Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Βάκχος Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
χρυσομίτρης — και χρυσεομίτρης, ὁ, και δωρ. τ. χρυσομίτρας και χρυσεομίτρας, θηλ. χρυσομίτρη και χρυσεομίτρα, Α 1. (το αρσ. ως προσωνυμία τού Διονύσου) αυτός που φορεί χρυσή μίτρα 2. χρυσόδετος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * / χρυσεο + μίτρης (< μίτρα / μίτρη),… … Dictionary of Greek
χρυσομίτραν — χρῡσομίτρᾱν , χρυσομίτρης with girdle masc acc sg (attic epic doric aeolic) χρῡσομίτραν , χρυσομίτρης with girdle masc acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσεομίτρης — και δωρ. τ. χρυσεομίτρας, ὁ, θηλ. χρυσεομίτρα, Α βλ. χρυσομίτρης … Dictionary of Greek
χρυσόμιτρος — ον, Α χρυσομίτρης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + μιτρος (< μίτρα), πρβλ. χαλκό μιτρος] … Dictionary of Greek
χρυσομίτρη — χρῡσομίτρη , χρυσομίτρης with girdle masc voc sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)